ξεγλίστρημα

ξεγλίστρημα
τό
1) прям. , перен. ускользание (от чего-л.), избегание (чего-л.); 2) действие по гл. ξεγλιστρώ 2

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ξεγλίστρημα" в других словарях:

  • ξεγλίστρημα — το [ξεγλιστρώ] το αποτέλεσμα τού ξεγλιστρώ, διολίσθηση, διαφυγή, υπεκφυγή …   Dictionary of Greek

  • ξεγλίστρημα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξεγλιστρώ, διαφυγή, απαλλαγή από κάτι δυσάρεστο, από κάποιον κίνδυνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλίστρημα — το [γλιστρώ] 1. ολίσθημα 2. ηθικό ολίσθημα, παραστράτημα 3. ξεγλίστρημα, έντεχνη υπεκφυγή από δύσκολη θέση …   Dictionary of Greek

  • διέξοδος — η (AM διέξοδος) [έξοδος] 1. χώρος, άνοιγμα απ όπου μπορεί κανείς να περάσει, πέρασμα, διάβαση 2. μέσο, τρόπος διαφυγής νεοελλ. 1. λαθραία ή έξυπνη διαφυγή, ξεγλίστρημα 2. φρ. «διέξοδος εμπορική» εξαγωγή και πώληση τών προϊόντων μιας χώρας σε άλλη …   Dictionary of Greek

  • διαφυγή — η 1. το να ξεφεύγει κανείς, ο γλιτωμός, το ξεγλίστρημα: Δεν έχω τρόπο διαφυγής από την καθημερινότητα. 2. η διαρροή αερίων ή υγρών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»